Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ξυνελάσσαι
ξύνες
ξυνέσεσθαι
ξύνεσις
ξύνετο
ξυνήιος
ξυνίει
ξύνιεν
ξύνισαν
ξυνιών
ξυνός
ξυνοχή
ξυρόν
ξυστόν
ξύω
ὄαρ
ὀαρίζω
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὀβελός
View word page
ξυνός

-ή, -όν. Common : γαῖʼ ἔτι ξυνή [ἐστιν] Il. 15.193. Cf. Il. 16.262.

Impartial Il. 18.309.

ShortDef

common, public, general, concerning

Debugging

Headword:
ξυνός
Headword (normalized):
ξυνός
Headword (normalized/stripped):
ξυνος
IDX:
6758
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6759
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν. Common : γαῖʼ ἔτι ξυνή [ἐστιν] Il. 15.193. Cf. Il. 16.262.</p> <p>Impartial Il. 18.309.</p>'}