Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ξυνέαξε
ξυνέηκε
ξυνελάσσαι
ξύνες
ξυνέσεσθαι
ξύνεσις
ξύνετο
ξυνήιος
ξυνίει
ξύνιεν
ξύνισαν
ξυνιών
ξυνός
ξυνοχή
ξυρόν
ξυστόν
ξύω
ὄαρ
ὀαρίζω
ὀαριστής
View word page
ξύνισαν

3 pl. impf. See σύνειμι2.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξύνισαν
Headword (normalized):
ξύνισαν
Headword (normalized/stripped):
ξυνισαν
IDX:
6756
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6757
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. impf. See σύνειμι2.</p>'}