Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ξύν
ξυνέαξε
ξυνέηκε
ξυνελάσσαι
ξύνες
ξυνέσεσθαι
ξύνεσις
ξύνετο
ξυνήιος
ξυνίει
ξύνιεν
ξύνισαν
ξυνιών
ξυνός
ξυνοχή
ξυρόν
ξυστόν
ξύω
ὄαρ
ὀαρίζω
View word page
ξύνιεν

3 pl. impf. See συνίημι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξύνιεν
Headword (normalized):
ξύνιεν
Headword (normalized/stripped):
ξυνιεν
IDX:
6755
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6756
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. impf. See συνίημι.</p>'}