Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ξύλον
ξύλοχος
ξύμβλητο
ξύν
ξυνέαξε
ξυνέηκε
ξυνελάσσαι
ξύνες
ξυνέσεσθαι
ξύνεσις
ξύνετο
ξυνήιος
ξυνίει
ξύνιεν
ξύνισαν
ξυνιών
ξυνός
ξυνοχή
ξυρόν
ξυστόν
ξύω
View word page
ξύνετο
3 sing. aor. mid. See συνίημι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ξύνετο
Headword (normalized):
ξύνετο
Headword (normalized/stripped):
ξυνετο
IDX:
6752
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6753
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. mid. See συνίημι.</p>'}