Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ξηραίνω
ξίφος
ξύλον
ξύλοχος
ξύμβλητο
ξύν
ξυνέαξε
ξυνέηκε
ξυνελάσσαι
ξύνες
ξυνέσεσθαι
ξύνεσις
ξύνετο
ξυνήιος
ξυνίει
ξύνιεν
ξύνισαν
ξυνιών
ξυνός
ξυνοχή
ξυρόν
View word page
ξυνέσεσθαι
fut. infin. See σύνειμι1.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ξυνέσεσθαι
Headword (normalized):
ξυνέσεσθαι
Headword (normalized/stripped):
ξυνεσεσθαι
IDX:
6750
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6751
Key:
Data
{'content': '<p>fut. infin. See σύνειμι1.</p>'}