Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξίφος
ξύλον
ξύλοχος
ξύμβλητο
ξύν
ξυνέαξε
ξυνέηκε
ξυνελάσσαι
ξύνες
ξυνέσεσθαι
ξύνεσις
ξύνετο
ξυνήιος
ξυνίει
ξύνιεν
ξύνισαν
ξυνιών
ξυνός
View word page
ξυνελάσσαι
aor. infin. See συνελαύνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ξυνελάσσαι
Headword (normalized):
ξυνελάσσαι
Headword (normalized/stripped):
ξυνελασσαι
IDX:
6748
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6749
Key:
Data
{'content': '<p>aor. infin. See συνελαύνω.</p>'}