Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ξερόν
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξίφος
ξύλον
ξύλοχος
ξύμβλητο
ξύν
ξυνέαξε
ξυνέηκε
ξυνελάσσαι
ξύνες
ξυνέσεσθαι
ξύνεσις
ξύνετο
ξυνήιος
ξυνίει
ξύνιεν
ξύνισαν
ξυνιών
View word page
ξυνέηκε

3 sing. aor. See συνίημι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξυνέηκε
Headword (normalized):
ξυνέηκε
Headword (normalized/stripped):
ξυνεηκε
IDX:
6747
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6748
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. See συνίημι.</p>'}