Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ξένιος
ξερόν
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξίφος
ξύλον
ξύλοχος
ξύμβλητο
ξύν
ξυνέαξε
ξυνέηκε
ξυνελάσσαι
ξύνες
ξυνέσεσθαι
ξύνεσις
ξύνετο
ξυνήιος
ξυνίει
ξύνιεν
ξύνισαν
View word page
ξυνέαξε

3 sing. aor. See συνάγνυμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξυνέαξε
Headword (normalized):
ξυνέαξε
Headword (normalized/stripped):
ξυνεαξε
IDX:
6746
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6747
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. See συνάγνυμι.</p>'}