Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ξενίη
ξένιος
ξερόν
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξίφος
ξύλον
ξύλοχος
ξύμβλητο
ξύν
ξυνέαξε
ξυνέηκε
ξυνελάσσαι
ξύνες
ξυνέσεσθαι
ξύνεσις
ξύνετο
ξυνήιος
ξυνίει
ξύνιεν
View word page
ξύν
See σύν. ξυμ-, ξυν-. See συμ-, συν-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ξύν
Headword (normalized):
ξύν
Headword (normalized/stripped):
ξυν
IDX:
6745
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6746
Key:
Data
{'content': '<p>See σύν. ξυμ-, ξυν-. See συμ-, συν-.</p>'}