Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ξένος
ξεινοσύνη
ξενίη
ξένιος
ξερόν
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξίφος
ξύλον
ξύλοχος
ξύμβλητο
ξύν
ξυνέαξε
ξυνέηκε
ξυνελάσσαι
ξύνες
ξυνέσεσθαι
ξύνεσις
ξύνετο
ξυνήιος
View word page
ξύλοχος

-ου, ἡ

[ξύλον.]

ShortDef

a thicket, copse

Debugging

Headword:
ξύλοχος
Headword (normalized):
ξύλοχος
Headword (normalized/stripped):
ξυλοχος
IDX:
6743
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6744
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ἡ</p> <p>[ξύλον.]</p>'}