Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ξεινοδόκος
ξένος
ξεινοσύνη
ξενίη
ξένιος
ξερόν
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξίφος
ξύλον
ξύλοχος
ξύμβλητο
ξύν
ξυνέαξε
ξυνέηκε
ξυνελάσσαι
ξύνες
ξυνέσεσθαι
ξύνεσις
ξύνετο
View word page
ξύλον

-ου, τό.

ShortDef

wood

Debugging

Headword:
ξύλον
Headword (normalized):
ξύλον
Headword (normalized/stripped):
ξυλον
IDX:
6742
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6743
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, τό.</p>'}