Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ξεινίζω
ξένιος
ξεινοδόκος
ξένος
ξεινοσύνη
ξενίη
ξένιος
ξερόν
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξίφος
ξύλον
ξύλοχος
ξύμβλητο
ξύν
ξυνέαξε
ξυνέηκε
ξυνελάσσαι
ξύνες
ξυνέσεσθαι
View word page
ξηραίνω
[ξηρός = ξερός.]
3 sing. aor. pass. ἐξηράνθη. (ἀγ-)
ShortDef
to parch up, dry up
Debugging
Headword:
ξηραίνω
Headword (normalized):
ξηραίνω
Headword (normalized/stripped):
ξηραινω
IDX:
6740
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6741
Key:
Data
{'content': '<p>[ξηρός = ξερός.]</p> <p>3 sing. aor. pass. ἐξηράνθη. (ἀγ-)</p>'}