Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ξένιος
ξεινίζω
ξένιος
ξεινοδόκος
ξένος
ξεινοσύνη
ξενίη
ξένιος
ξερόν
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξίφος
ξύλον
ξύλοχος
ξύμβλητο
ξύν
ξυνέαξε
ξυνέηκε
ξυνελάσσαι
ξύνες
View word page
ξέω
3 sing. aor. ἔξεσε Il. 5.81. ξέσσε Od. 5.245, Od. 17.341, Od. 21.44. (ἀμφι-)
ShortDef
to smooth
Debugging
Headword:
ξέω
Headword (normalized):
ξέω
Headword (normalized/stripped):
ξεω
IDX:
6739
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6740
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἔξεσε Il. 5.81. ξέσσε Od. 5.245, Od. 17.341, Od. 21.44. (ἀμφι-)</p>'}