Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ξανθός
ξένιος
ξεινίζω
ξένιος
ξεινοδόκος
ξένος
ξεινοσύνη
ξενίη
ξένιος
ξερόν
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξίφος
ξύλον
ξύλοχος
ξύμβλητο
ξύν
ξυνέαξε
ξυνέηκε
ξυνελάσσαι
View word page
ξεστός
-ή, -όν
[ξεσ-, ξέω.]
ShortDef
smoothed, polished, wrought
Debugging
Headword:
ξεστός
Headword (normalized):
ξεστός
Headword (normalized/stripped):
ξεστος
IDX:
6738
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6739
Key:
Data
{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[ξεσ-, ξέω.]</p>'}