Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νωχελίη
ξαίνω
ξανθός
ξένιος
ξεινίζω
ξένιος
ξεινοδόκος
ξένος
ξεινοσύνη
ξενίη
ξένιος
ξερόν
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξίφος
ξύλον
ξύλοχος
ξύμβλητο
ξύν
ξυνέαξε
View word page
ξένιος
-η, -ον
[ = ξείνιος.]
ShortDef
belonging to a friend and guest, hospitable
Debugging
Headword:
ξένιος
Headword (normalized):
ξένιος
Headword (normalized/stripped):
ξενιος
IDX:
6736
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6737
Key:
Data
{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[ = ξείνιος.]</p>'}