Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νώνυμος
νῶροψ
νῶτον
νωχελίη
ξαίνω
ξανθός
ξένιος
ξεινίζω
ξένιος
ξεινοδόκος
ξένος
ξεινοσύνη
ξενίη
ξένιος
ξερόν
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξίφος
ξύλον
ξύλοχος
View word page
ξένος
-ου, ὁ.
ShortDef
a guest, guest-friend, stranger; foreign
Debugging
Headword:
ξένος
Headword (normalized):
ξένος
Headword (normalized/stripped):
ξενος
IDX:
6733
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6734
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}