Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νωμάω
νώνυμνος
νώνυμος
νῶροψ
νῶτον
νωχελίη
ξαίνω
ξανθός
ξένιος
ξεινίζω
ξένιος
ξεινοδόκος
ξένος
ξεινοσύνη
ξενίη
ξένιος
ξερόν
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξίφος
View word page
ξένιος
[ξεῖνος.]
ShortDef
belonging to a friend and guest, hospitable
Debugging
Headword:
ξένιος
Headword (normalized):
ξένιος
Headword (normalized/stripped):
ξενιος
IDX:
6731
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6732
Key:
Data
{'content': '<p>[ξεῖνος.]</p>'}