Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νωλεμές
νωλεμέως
νωμάω
νώνυμνος
νώνυμος
νῶροψ
νῶτον
νωχελίη
ξαίνω
ξανθός
ξένιος
ξεινίζω
ξένιος
ξεινοδόκος
ξένος
ξεινοσύνη
ξενίη
ξένιος
ξερόν
ξεστός
ξέω
View word page
ξένιος
[ξεῖνος.]
ShortDef
belonging to a friend and guest, hospitable
Debugging
Headword:
ξένιος
Headword (normalized):
ξένιος
Headword (normalized/stripped):
ξενιος
IDX:
6729
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6730
Key:
Data
{'content': '<p>[ξεῖνος.]</p>'}