Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νῶϊ
νωΐτερος
νωλεμές
νωλεμέως
νωμάω
νώνυμνος
νώνυμος
νῶροψ
νῶτον
νωχελίη
ξαίνω
ξανθός
ξένιος
ξεινίζω
ξένιος
ξεινοδόκος
ξένος
ξεινοσύνη
ξενίη
ξένιος
ξερόν
View word page
ξαίνω
To comb or card (wool) Od. 22.423.
ShortDef
to comb
Debugging
Headword:
ξαίνω
Headword (normalized):
ξαίνω
Headword (normalized/stripped):
ξαινω
IDX:
6727
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6728
Key:
Data
{'content': '<p>To comb or card (wool) Od. 22.423.</p>'}