Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νωθής
νῶϊ
νωΐτερος
νωλεμές
νωλεμέως
νωμάω
νώνυμνος
νώνυμος
νῶροψ
νῶτον
νωχελίη
ξαίνω
ξανθός
ξένιος
ξεινίζω
ξένιος
ξεινοδόκος
ξένος
ξεινοσύνη
ξενίη
ξένιος
View word page
νωχελίη
-ης, ἡ.
ShortDef
sloth, sluggishness
Debugging
Headword:
νωχελίη
Headword (normalized):
νωχελίη
Headword (normalized/stripped):
νωχελιη
IDX:
6726
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6727
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}