Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νώ
νωθής
νῶϊ
νωΐτερος
νωλεμές
νωλεμέως
νωμάω
νώνυμνος
νώνυμος
νῶροψ
νῶτον
νωχελίη
ξαίνω
ξανθός
ξένιος
ξεινίζω
ξένιος
ξεινοδόκος
ξένος
ξεινοσύνη
ξενίη
View word page
νῶτον

-ου, τό.

ShortDef

the back; surface (of the sea)

Debugging

Headword:
νῶτον
Headword (normalized):
νῶτον
Headword (normalized/stripped):
νωτον
IDX:
6725
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6726
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, τό.</p>'}