Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νύξε
νυός
νύσσα
νύσσω
νώ
νωθής
νῶϊ
νωΐτερος
νωλεμές
νωλεμέως
νωμάω
νώνυμνος
νώνυμος
νῶροψ
νῶτον
νωχελίη
ξαίνω
ξανθός
ξένιος
ξεινίζω
ξένιος
View word page
νωμάω
[νέμω.]
ShortDef
to deal out, distribute
Debugging
Headword:
νωμάω
Headword (normalized):
νωμάω
Headword (normalized/stripped):
νωμαω
IDX:
6721
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6722
Key:
Data
{'content': '<p>[νέμω.]</p>'}