Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νῦν
νυν
νύξ
νύξε
νυός
νύσσα
νύσσω
νώ
νωθής
νῶϊ
νωΐτερος
νωλεμές
νωλεμέως
νωμάω
νώνυμνος
νώνυμος
νῶροψ
νῶτον
νωχελίη
ξαίνω
ξανθός
View word page
νωΐτερος
-η, -ον
[νῶϊ.]
Our (of two persons) : λέχος Il. 15.39 : ὄπα Od. 12.185.
ShortDef
of or from us two
Debugging
Headword:
νωΐτερος
Headword (normalized):
νωΐτερος
Headword (normalized/stripped):
νωιτερος
IDX:
6718
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6719
Key:
Data
{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[νῶϊ.]</p> <p>Our (of two persons) : λέχος Il. 15.39 : ὄπα Od. 12.185.</p>'}