Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νοῦς
νόσος
νῦν
νυκτερίς
νύμφη
νυμφίος
νῦν
νυν
νύξ
νύξε
νυός
νύσσα
νύσσω
νώ
νωθής
νῶϊ
νωΐτερος
νωλεμές
νωλεμέως
νωμάω
νώνυμνος
View word page
νυός
-οῦ, ἡ.
ShortDef
a daughter-in-law
Debugging
Headword:
νυός
Headword (normalized):
νυός
Headword (normalized/stripped):
νυος
IDX:
6712
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6713
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ἡ.</p>'}