Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νότιος
Νότος
νοῦς
νόσος
νῦν
νυκτερίς
νύμφη
νυμφίος
νῦν
νυν
νύξ
νύξε
νυός
νύσσα
νύσσω
νώ
νωθής
νῶϊ
νωΐτερος
νωλεμές
νωλεμέως
View word page
νύξ

νυκτός, ἡ

[cf. L. nox, Eng. night.]

ShortDef

the night

Debugging

Headword:
νύξ
Headword (normalized):
νύξ
Headword (normalized/stripped):
νυξ
IDX:
6710
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6711
Key:

Data

{'content': '<p>νυκτός, ἡ</p> <p>[cf. L. nox, Eng. night.]</p>'}