Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νόστος
νόσφι
νοσφίζομαι
νοτίη
νότιος
Νότος
νοῦς
νόσος
νῦν
νυκτερίς
νύμφη
νυμφίος
νῦν
νυν
νύξ
νύξε
νυός
νύσσα
νύσσω
νώ
νωθής
View word page
νύμφη
-ης, ἡ.
Voc. νύμφα Il. 3.130 : Od. 4.743.
ShortDef
a young wife, bride
Debugging
Headword:
νύμφη
Headword (normalized):
νύμφη
Headword (normalized/stripped):
νυμφη
IDX:
6706
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6707
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ.</p> <p>Voc. νύμφα Il. 3.130 : Od. 4.743.</p>'}