Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νόστιμος
νόστος
νόσφι
νοσφίζομαι
νοτίη
νότιος
Νότος
νοῦς
νόσος
νῦν
νυκτερίς
νύμφη
νυμφίος
νῦν
νυν
νύξ
νύξε
νυός
νύσσα
νύσσω
νώ
View word page
νυκτερίς
-ίδος, ἡ
[νυκτ-, νύξ.]
A bat: τῷ ἐχόμην ὡς νυκτερίς Od. 12.433. Cf. Od. 24.6.
ShortDef
a bat
Debugging
Headword:
νυκτερίς
Headword (normalized):
νυκτερίς
Headword (normalized/stripped):
νυκτερις
IDX:
6705
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6706
Key:
Data
{'content': '<p>-ίδος, ἡ</p> <p>[νυκτ-, νύξ.]</p> <p>A bat: τῷ ἐχόμην ὡς νυκτερίς Od. 12.433. Cf. Od. 24.6.</p>'}