Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νοήμων
νόθος
νομεύς
νομεύω
νομόνδε
νομός
νόος
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νόσφι
νοσφίζομαι
νοτίη
νότιος
Νότος
νοῦς
νόσος
νῦν
νυκτερίς
νύμφη
νυμφίος
View word page
νόσφι
ShortDef
aloof, apart, afar, away
Debugging
Headword:
νόσφι
Headword (normalized):
νόσφι
Headword (normalized/stripped):
νοσφι
IDX:
6697
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6698
Key:
Data
{'content': ''}