Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νοέω
νόημα
νοήμων
νόθος
νομεύς
νομεύω
νομόνδε
νομός
νόος
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νόσφι
νοσφίζομαι
νοτίη
νότιος
Νότος
νοῦς
νόσος
νῦν
νυκτερίς
View word page
νόστιμος

[νόστος.]

ShortDef

belonging to a return

Debugging

Headword:
νόστιμος
Headword (normalized):
νόστιμος
Headword (normalized/stripped):
νοστιμος
IDX:
6695
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6696
Key:

Data

{'content': '<p>[νόστος.]</p>'}