Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νίψω
νοέω
νόημα
νοήμων
νόθος
νομεύς
νομεύω
νομόνδε
νομός
νόος
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νόσφι
νοσφίζομαι
νοτίη
νότιος
Νότος
νοῦς
νόσος
νῦν
View word page
νοστέω

[νόστος.]

(ἀπο-)

ShortDef

to come

Debugging

Headword:
νοστέω
Headword (normalized):
νοστέω
Headword (normalized/stripped):
νοστεω
IDX:
6694
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6695
Key:

Data

{'content': '<p>[νόστος.]</p> <p>(ἀπο-)</p>'}