Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νίφω
νίψω
νοέω
νόημα
νοήμων
νόθος
νομεύς
νομεύω
νομόνδε
νομός
νόος
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νόσφι
νοσφίζομαι
νοτίη
νότιος
Νότος
νοῦς
νόσος
View word page
νόος

-ου, ὁ.

Contr. νοῦς Od. 10.240.

ShortDef

mind, perception

Debugging

Headword:
νόος
Headword (normalized):
νόος
Headword (normalized/stripped):
νοος
IDX:
6693
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6694
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ.</p> <p>Contr. νοῦς Od. 10.240.</p>'}