Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νιφόεις
νίφω
νίψω
νοέω
νόημα
νοήμων
νόθος
νομεύς
νομεύω
νομόνδε
νομός
νόος
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νόσφι
νοσφίζομαι
νοτίη
νότιος
Νότος
νοῦς
View word page
νομός

-οῦ, ὁ

[νομ-, νεμ-, νέμω.]

ShortDef

place of pasture; district (nome), esp. in Egypt

Debugging

Headword:
νομός
Headword (normalized):
νομός
Headword (normalized/stripped):
νομος
IDX:
6692
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6693
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[νομ-, νεμ-, νέμω.]</p>'}