Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νίσσομαι
νιφάς
νιφετός
νιφόεις
νίφω
νίψω
νοέω
νόημα
νοήμων
νόθος
νομεύς
νομεύω
νομόνδε
νομός
νόος
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νόσφι
νοσφίζομαι
νοτίη
View word page
νομεύς
ὁ
[νου-, νεμ-, νέμω.]
ShortDef
a shepherd, herdsman; pl. ribs of a ship
Debugging
Headword:
νομεύς
Headword (normalized):
νομεύς
Headword (normalized/stripped):
νομευς
IDX:
6689
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6690
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ</p> <p>[νου-, νεμ-, νέμω.]</p>'}