Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νικάω
νίκη
νίσσομαι
νιφάς
νιφετός
νιφόεις
νίφω
νίψω
νοέω
νόημα
νοήμων
νόθος
νομεύς
νομεύω
νομόνδε
νομός
νόος
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νόσφι
View word page
νοήμων
-ονος
[νοέω.]
Right-thinking : οὔ (τἰ νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Od. 2.282, Od. 3.133, Od. 13.209.
ShortDef
thoughtful, intelligent
Debugging
Headword:
νοήμων
Headword (normalized):
νοήμων
Headword (normalized/stripped):
νοημων
IDX:
6687
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6688
Key:
Data
{'content': '<p>-ονος</p> <p>[νοέω.]</p> <p>Right-thinking : οὔ (τἰ νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Od. 2.282, Od. 3.133, Od. 13.209.</p>'}