Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νίζω
νικάω
νίκη
νίσσομαι
νιφάς
νιφετός
νιφόεις
νίφω
νίψω
νοέω
νόημα
νοήμων
νόθος
νομεύς
νομεύω
νομόνδε
νομός
νόος
νοστέω
νόστιμος
νόστος
View word page
νόημα

-ατος, τό

[νοέω.]

ShortDef

that which is perceived, a perception, thought

Debugging

Headword:
νόημα
Headword (normalized):
νόημα
Headword (normalized/stripped):
νοημα
IDX:
6686
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6687
Key:

Data

{'content': '<p>-ατος, τό</p> <p>[νοέω.]</p>'}