Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νήχω
νίζω
νικάω
νίκη
νίσσομαι
νιφάς
νιφετός
νιφόεις
νίφω
νίψω
νοέω
νόημα
νοήμων
νόθος
νομεύς
νομεύω
νομόνδε
νομός
νόος
νοστέω
νόστιμος
View word page
νοέω

[νόος.]

(εἰσ-, προ-)

ShortDef

to perceive by the eyes, observe, notice

Debugging

Headword:
νοέω
Headword (normalized):
νοέω
Headword (normalized/stripped):
νοεω
IDX:
6685
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6686
Key:

Data

{'content': '<p>[νόος.]</p> <p>(εἰσ-, προ-)</p>'}