Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νῆστις
νητός
ναῦς
νήχω
νίζω
νικάω
νίκη
νίσσομαι
νιφάς
νιφετός
νιφόεις
νίφω
νίψω
νοέω
νόημα
νοήμων
νόθος
νομεύς
νομεύω
νομόνδε
νομός
View word page
νιφόεις
-εντος πνίφω.]
ShortDef
snowy, snowclad, snowcapt
Debugging
Headword:
νιφόεις
Headword (normalized):
νιφόεις
Headword (normalized/stripped):
νιφοεις
IDX:
6682
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6683
Key:
Data
{'content': '<p>-εντος πνίφω.]</p>'}