Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νῆσος
νῆστις
νητός
ναῦς
νήχω
νίζω
νικάω
νίκη
νίσσομαι
νιφάς
νιφετός
νιφόεις
νίφω
νίψω
νοέω
νόημα
νοήμων
νόθος
νομεύς
νομεύω
νομόνδε
View word page
νιφετός
ὁ
[νίφω.]
Snow Il. 10.7 : Od. 4.566.
ShortDef
falling snow, a snowstorm
Debugging
Headword:
νιφετός
Headword (normalized):
νιφετός
Headword (normalized/stripped):
νιφετος
IDX:
6681
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6682
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ</p> <p>[νίφω.]</p> <p>Snow Il. 10.7 : Od. 4.566.</p>'}