Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νηρηΐς
νῆσος
νῆστις
νητός
ναῦς
νήχω
νίζω
νικάω
νίκη
νίσσομαι
νιφάς
νιφετός
νιφόεις
νίφω
νίψω
νοέω
νόημα
νοήμων
νόθος
νομεύς
νομεύω
View word page
νιφάς

-άδος, ἡ

[νίφω.]

Dat. pl. νιφάδεσσι Il. 3.222.

ShortDef

a snowflake

Debugging

Headword:
νιφάς
Headword (normalized):
νιφάς
Headword (normalized/stripped):
νιφας
IDX:
6680
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6681
Key:

Data

{'content': '<p>-άδος, ἡ</p> <p>[νίφω.]</p> <p>Dat. pl. νιφάδεσσι Il. 3.222.</p>'}