Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νηπύτιος
νηρηΐς
νῆσος
νῆστις
νητός
ναῦς
νήχω
νίζω
νικάω
νίκη
νίσσομαι
νιφάς
νιφετός
νιφόεις
νίφω
νίψω
νοέω
νόημα
νοήμων
νόθος
νομεύς
View word page
νίσσομαι

νίσομαι

[for νι-νς-ομαι,

redup. fr. νς- νεσ-, conn. with νέομαι.]

(μετα-, ποτι-.)

ShortDef

to go, go away

Debugging

Headword:
νίσσομαι
Headword (normalized):
νίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
νισσομαι
IDX:
6679
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6680
Key:

Data

{'content': '<p>νίσομαι</p> <p>[for νι-νς-ομαι,</p> <p>redup. fr. νς- νεσ-, conn. with νέομαι.]</p> <p>(μετα-, ποτι-.)</p>'}