Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νήπιος
νήποινος
νηπύτιος
νηρηΐς
νῆσος
νῆστις
νητός
ναῦς
νήχω
νίζω
νικάω
νίκη
νίσσομαι
νιφάς
νιφετός
νιφόεις
νίφω
νίψω
νοέω
νόημα
νοήμων
View word page
νικάω
[νίκη.]
1 pl. pa. iterative νικάσκομεν Od. 11.512.
ShortDef
to conquer, prevail, vanquish
Debugging
Headword:
νικάω
Headword (normalized):
νικάω
Headword (normalized/stripped):
νικαω
IDX:
6677
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6678
Key:
Data
{'content': '<p>[νίκη.]</p> <p>1 pl. pa. iterative νικάσκομεν Od. 11.512.</p>'}