Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νηπίαχος
νηπιέη
νήπιος
νήποινος
νηπύτιος
νηρηΐς
νῆσος
νῆστις
νητός
ναῦς
νήχω
νίζω
νικάω
νίκη
νίσσομαι
νιφάς
νιφετός
νιφόεις
νίφω
νίψω
νοέω
View word page
νήχω

[νέω- 1.]

Fut. mid. νήξομαι Od. 5.364.

(παρα-)

ShortDef

to swim

Debugging

Headword:
νήχω
Headword (normalized):
νήχω
Headword (normalized/stripped):
νηχω
IDX:
6675
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6676
Key:

Data

{'content': '<p>[νέω- 1.]</p> <p>Fut. mid. νήξομαι Od. 5.364.</p> <p>(παρα-)</p>'}