Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νηνεμίη
νηνέμιος
νήνεμος
νήξομαι
ναός
νηπενθής
νηπιάη
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιέη
νήπιος
νήποινος
νηπύτιος
νηρηΐς
νῆσος
νῆστις
νητός
ναῦς
νήχω
νίζω
νικάω
View word page
νήπιος
-η, -ον.
ShortDef
infant, childish
Debugging
Headword:
νήπιος
Headword (normalized):
νήπιος
Headword (normalized/stripped):
νηπιος
IDX:
6667
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6668
Key:
Data
{'content': '<p>-η, -ον.</p>'}