Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νηκουστέω
νηλεής
νηλῖτις
νῆμα
νημερτής
νημερτής
νηνεμίη
νηνέμιος
νήνεμος
νήξομαι
ναός
νηπενθής
νηπιάη
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιέη
νήπιος
νήποινος
νηπύτιος
νηρηΐς
νῆσος
View word page
ναός
-οῦ, ὁ.
ShortDef
the dwelling of a god, a temple
Debugging
Headword:
ναός
Headword (normalized):
ναός
Headword (normalized/stripped):
ναος
IDX:
6661
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6662
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ.</p>'}