Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νῆις
νηκερδής
νηκουστέω
νηλεής
νηλῖτις
νῆμα
νημερτής
νημερτής
νηνεμίη
νηνέμιος
νήνεμος
νήξομαι
ναός
νηπενθής
νηπιάη
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιέη
νήπιος
νήποινος
νηπύτιος
View word page
νήνεμος

-ον

[νη- + ἄνεμος.]

Windless : ὅτε τʼ ἔπλετο νήνεμος αἰθήρ Il. 8.556.

ShortDef

without wind, breezeless, calm, hushed

Debugging

Headword:
νήνεμος
Headword (normalized):
νήνεμος
Headword (normalized/stripped):
νηνεμος
IDX:
6659
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6660
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[νη- + ἄνεμος.]</p> <p>Windless : ὅτε τʼ ἔπλετο νήνεμος αἰθήρ Il. 8.556.</p>'}