Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νεφεληγερέτα
νέφος
νέω1
νέω2
νεῶν
νῆάδε
νηγάτεος
νήγρετος
νήδυια
νήδυμος
νηδύς
νηέω
νηϊάς
νήϊος
νηΐς
νῆις
νηκερδής
νηκουστέω
νηλεής
νηλῖτις
νῆμα
View word page
νηδύς
-ύος, ἡ.
ShortDef
the stomach
Debugging
Headword:
νηδύς
Headword (normalized):
νηδύς
Headword (normalized/stripped):
νηδυς
IDX:
6644
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6645
Key:
Data
{'content': '<p>-ύος, ἡ.</p>'}