Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νεύω
νεφέλη
νεφεληγερέτα
νέφος
νέω1
νέω2
νεῶν
νῆάδε
νηγάτεος
νήγρετος
νήδυια
νήδυμος
νηδύς
νηέω
νηϊάς
νήϊος
νηΐς
νῆις
νηκερδής
νηκουστέω
νηλεής
View word page
νήδυια

τά

[νηδύς.]

ShortDef

the bowels, entrails

Debugging

Headword:
νήδυια
Headword (normalized):
νήδυια
Headword (normalized/stripped):
νηδυια
IDX:
6642
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6643
Key:

Data

{'content': '<p>τά</p> <p>[νηδύς.]</p>'}