Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
νεόπριστος
νέος
νεός
νεόσμηκτος
νεοσσός
νεόστροφος
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεούτατος
νέποδες
νέρθε
νεῦμαι
νευρή
νεῦρον
νευστάζω
νεύω
νεφέλη
νεφεληγερέτα
νέφος
νέω1
View word page
νέποδες
App., offspring, brood Od. 4.404.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νέποδες
Headword (normalized):
νέποδες
Headword (normalized/stripped):
νεποδες
IDX:
6626
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6627
Key:
Data
{'content': '<p>App., offspring, brood Od. 4.404.</p>'}