Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νεόπλυτος
νεόπριστος
νέος
νεός
νεόσμηκτος
νεοσσός
νεόστροφος
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεούτατος
νέποδες
νέρθε
νεῦμαι
νευρή
νεῦρον
νευστάζω
νεύω
νεφέλη
νεφεληγερέτα
νέφος
View word page
νεούτατος

-ον

[νέος + οὐτάω.]

ShortDef

lately wounded

Debugging

Headword:
νεούτατος
Headword (normalized):
νεούτατος
Headword (normalized/stripped):
νεουτατος
IDX:
6625
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6626
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[νέος + οὐτάω.]</p>'}