Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

νεοπενθής
νεόπλυτος
νεόπριστος
νέος
νεός
νεόσμηκτος
νεοσσός
νεόστροφος
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεούτατος
νέποδες
νέρθε
νεῦμαι
νευρή
νεῦρον
νευστάζω
νεύω
νεφέλη
νεφεληγερέτα
View word page
νεότης

-ητος, ἡ

[νέος.]

ShortDef

youth

Debugging

Headword:
νεότης
Headword (normalized):
νεότης
Headword (normalized/stripped):
νεοτης
IDX:
6624
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6625
Key:

Data

{'content': '<p>-ητος, ἡ</p> <p>[νέος.]</p>'}